- χαιρετιστήριος
- -α, -ο, Ν1. αυτός με τον οποίο χαιρετίζει κάποιος έναν άλλο ή τού εκφράζει την αγάπη του ή τις ευχές του (α. «χαιρετιστήρια δώρα» β. «χαιρετιστήριο τηλεγράφημα» γ. «χαιρετιστήριοι κανονιοβολισμοί»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χαιρετιστήριατα χαιρετίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαιρετίζω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. εξαγνισ-τήριος). Το ουδ. πληθ. τού επιθ. χαιρετιστήρια μαρτυρείται από το 1886 στον Γ. Σουρή].
Dictionary of Greek. 2013.